- Μικελάντζελο
- Βλ. λ. Μιχαήλ Άγγελος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τσερκουότσι, Μικελάντζελο — (Cerquozzi, 1602 – 1660). Ιταλός ζωγράφος. Ένας από τους πιο αξιόλογους ζωγράφους σκηνών της καθημερινής ζωής. Εμπνεόταν τα θέματά του από την κίνηση των δρόμων, από τους πλανόδιους πωλητές και από τα εμπορικά καταστήματα. Η τεχνική του θυμίζει… … Dictionary of Greek
Αντονιόνι, Μικελάντζελο — (Michelangelo Antonioni, Φεράρα 1912 –). Ιταλός σκηνοθέτης του κινηματογράφου, δημοσιογράφος και κριτικός του κινηματογράφου. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως σκηνοθέτης το 1943 με τη μικρού μήκους ταινία Άνθρωποι του Πάδου, η οποία καταστράφηκε… … Dictionary of Greek
Καραβάτζιο, Μικελάντζελο Μερίζι — (Michelangelo Merisi Caravaggio, Μιλάνο 1571 – Πόρτο Έρκολε, Γκροσέτο; 1610). Ιταλός ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ανανεωτές της ιταλικής ζωγραφικής. Ήταν γιος του Φέρμο Μερίζι, οικονόμου του μαρκησίου του Καραβάτζιο (περιοχή απ’… … Dictionary of Greek
Μερίζι, Μικελάντζελο — Βλ. λ. Καραβάτζιο … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… … Dictionary of Greek
νεορεαλισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η σημαντικότερη παραγωγή του ιταλικού κινηματογράφου μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο. Πολυάριθμες υπήρξαν αυτά τα χρόνια οι προσπάθειες να τοποθετηθεί από κριτική άποψη ο ν., να καθοριστούν τα όριά του με ακρίβεια… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek